Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media απαντώ γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι»

— Ε, όχι δα.
Υποθετικά, λέμε. Αν συμβεί αυτό, θα απαντήσω σε δυο-τρία, γιατί είναι μια δική μου, προσωπική ανάγκη ως προς το εξής: επειδή έχω κλείσει μια 20ετία σ’ αυτήν τη δουλειά, ξέρω τι σημαίνει και γιατί την κάνω, τι απήχηση έχει, πατάω πολύ καλά στα πόδια μου. Επίσης, έχω κάνει πολλή δουλειά με τον εαυτό μου για να αφήνω ένα κακό σχόλιο, μια κακεντρέχεια, κάτι πικρόχολο να με επηρεάζει.

Ωστόσο, επειδή τα social media είναι πλατείες, είναι γειτονιές, είναι ανοιχτοί χώροι, δεν είναι ιδιωτικά μέρη στα οποία ανταλλάσσουμε κουβέντες, αυτό το οποίο με τρομάζει, και γι’ αυτό μπαίνω στη διαδικασία να απαντήσω σε ορισμένους ανθρώπους, είναι ότι εάν εσύ με τόσο μεγάλη ευκολία τοποθετείσαι έτσι απέναντί μου (που έχω το θάρρος της γνώμης μου και μπορώ να σε εκθέσω σε ένα πολύ μεγάλο κοινό), μπορείς να κάνεις ακριβώς το ίδιο σε ένα παιδάκι παραδίπλα, το οποίο τρέμει, δεν έχει κανέναν μηχανισμό αντίστασης και μπορεί να πηδήξει και από κάποιο μπαλκόνι.

Οπότε κάπως θέλω να γίνεται σαφές ότι ναι μεν είμαστε στην πλατεία, ναι μεν μπορεί να διαφωνούμε με τον άλλο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην είμαστε ευγενείς. Αν θεωρήσουμε ότι το μέτρο μας είναι το μέτρο της ανθρωπότητας, θα καταντήσουμε σαν έναν κύριο με περίεργο μουστάκι που πίστευε στην Άρια Φυλή, με την οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα.

— Συζητάγαμε προηγουμένως ότι κλείνεις πέντε χρόνια από την περιπέτειά σου με τον καρκίνο και έχοντας περάσει κάτι αντίστοιχο, θέλω να σε ρωτήσω πώς αντιδράς με όλη αυτή την αγχωτική φρασεολογία τύπου «μαχητής / μαχήτρια», όταν μιλάμε για ογκολογικούς ασθενείς. Νομίζω ότι κάνει ζημιά και προξενεί άγχος όλο αυτό. Η δική σου γνώμη ποια είναι;
Νομίζω ότι αυτή η πολιτική φρασεολογία εκφράζεται κυρίως από ανθρώπους που είναι έξω από τον χορό. Και ναι, υπάρχουν περιπτώσεις ογκολογικών ασθενών που δεν τα κατάφεραν και όλο αυτό επηρεάζει και τις οικογένειές τους, που μένουν πίσω.

Όταν έχουμε αυτή την τάση να χαρακτηρίζουμε ως «μαχητές», ως «πολεμιστές», ως «γενναίους» όσους ογκολογικούς ασθενείς τα κατάφεραν, είναι σαν να υπονοούμε ότι οι άλλοι δεν πάλεψαν για να κρατηθούν στη ζωή. Σαν να τους λέμε ριψάσπιδες… Πώς το λες αυτό για τους ανθρώπους; Αν –λέω «αν»– μιλάμε για πόλεμο, ξέρουμε ότι δεν είναι ένας ίσος πόλεμος και όλο αυτό, κάθε μα κάθε φορά, με κάνει να νιώθω τρομερά άβολα, το να ακούω για μάχες, πολεμιστές και μαχητές.

Πρέπει λίγο να το ξεπεράσουμε αυτό, κυρίως για τους λόγους που λες και εσύ: γιατί υποσυνείδητα καλλιεργούμε στον άλλον μια υποχρέωση την οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να τη διαχειριστεί.

Πάντως, νομίζω ότι όλο αυτό ξεκινάει από την αμηχανία και τη φοβία μας απέναντι στο άγνωστο. Προσωπικά, θέλω να σταθώ σε κάτι το οποίο μου κάνει τεράστια εντύπωση και με προβληματίζει πολύ, στο ότι πάρα πολλοί άνθρωποι με προσεγγίζουν ιδιωτικά για να μάθουν λεπτομέρειες για την περιπέτειά μου και κάθε φορά η συζήτηση καταλήγει στο ίδιο: «Τι συμπτώματα είχες και το κατάλαβες;».

Εκεί καταλαβαίνω ότι ναι μεν οι άνθρωποι φοβούνται πάρα πολύ, αλλά εκείνο που τους νοιάζει είναι το σύμπτωμα και το τι αυτό μπορεί να σημαίνει, ενώ αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το να μπούμε σε μια ρουτίνα εξετάσεων.

Εκείνο που θα ‘θελα να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι δεν έχουν συμπτώματα όλοι οι καρκίνοι. Και ότι αν περιμένει κάποιος ένα σύμπτωμα για να κινητοποιηθεί, μπορεί να είναι πάρα πολύ αργά. Γι’ αυτό και δεν κουράζομαι να το λέω και να το ξαναλέω ότι η πρόληψη σώζει ζωές. Ένα τεράστιο ποσοστό καρκίνων αποδεδειγμένα θεραπεύεται. Ας σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τα συμπτώματα.

Ευτυχώς, στην Ελλάδα έχουμε σύστημα υγείας, έχουμε καλούς γιατρούς, ας προγραμματίζουμε τις ετήσιες εξετάσεις μας. Και επειδή ο καρκίνος δεν κάνει ηλικιακούς διαχωρισμούς, σκέψου ότι, εντάξει, θα φας ένα πρωινό σου σε μια κλινική για εξετάσεις, αλλά κάνεις κάτι σπουδαίο για τον εαυτό σου. Τον εκτιμάς, τον φροντίζεις, τον αγαπάς.

— Πάμε πίσω στο θέατρο: Τι περίπτωση είναι το «Κάποιος να με προσέχει» που φέτος έφτασε –επιτέλους!– και στην Αθήνα; Είχαμε επιχειρήσει δύο φορές να κλείσουμε όταν βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και πέσαμε πάνω σε δύο sold out…
Είναι από τις περιπτώσεις που με κάνουν να νιώθω πάρα πολύ χαρούμενος, πάρα πολύ περήφανος και μου υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησα να κάνω αυτήν τη δουλειά, από την ανάγκη μου για συγκεκριμένη συνεργασία, όχι γενικά και αόριστα.

Τι εννοώ; Είχα κάνει μια δουλειά στο θέατρο Ιλίσια με τον Γρηγόρη Βαλτινό, τον «Αρχιμάστορα Σόλνες», σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Η Αθανασία ήταν καθηγήτριά μου στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Για την ακρίβεια, για μένα ήταν η πιο σπουδαία καθηγήτρια, γιατί ήταν από τους πιο νέους ανθρώπους που είχαν κληθεί να διδάξουν στη Σχολή του Κουν και έφεραν καινούργιο αέρα, νέο πνεύμα, καινούργιες ιδέες, καινούργια έργα και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε αυτό που είμαι σήμερα ως καλλιτέχνης. Την αισθητική μου, το τι μ’ αρέσει και κυρίως το τι δεν μ’ αρέσει να κάνω στο θεάτρο.

Χαθήκαμε για αρκετά χρόνια και ξαναβρεθήκαμε στον «Αρχιμάστορα Σόλνες» και θυμηθήκαμε πόσο πολύ αγαπιόμαστε, πόσο πολύ μας αρέσει να δουλεύουμε μαζί και λίγο πριν μας κλείσουν μέσα με το πρώτο τότε lockdown και κατέβει η παράσταση, της είχα πει ευθαρσώς «Αθανασία, θέλω να ξανακάνουμε κάτι μαζί. Και όχι γενικά και αόριστα στο μέλλον, αλλά άμεσα. Οπότε, αν έχεις κάποιο έργο το οποίο θεωρείς ότι έχει ενδιαφέρον, θα ήθελα πολύ να μου το προτείνεις».

Αυτό δεν το είπα τυχαία στην Αθανασία, γιατί είναι ένας άνθρωπος που δεν επαναπαύεται, με την έννοια ότι δεν περιμένει μια σεζόν για να βρει ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου απαραίτητα και να δώσει τη δική της ματιά πάνω σε αυτό. Είναι από τις σκηνοθέτιδες που ταξιδεύουν πολύ στο εξωτερικό, βλέπει παραστάσεις εκεί, φέρνει καινούργια έργα, γιατί είναι και μεταφράστρια, οπότε έχει πρόσβαση σε πάρα πολύ υλικό.

Είχε δει αυτή την παράσταση στην Αγγλία –η οποία δεν έχει ανέβει ποτέ στην Ελλάδα–, μου έδωσε το έργο, το διάβασα, ενθουσιάστηκα –είναι από τα πιο σπουδαία έργα που έχω διαβάσει ποτέ– και της είπα «πάμε να το κάνουμε».

Ξεκίνησαμε να στήνουμε αυτήν τη δουλειά μαζί, να βρούμε τους παραγωγούς, να βρούμε το θέατρο, τους συντελεστές, τα πάντα. Κοινώς, μιλάμε για μια χειροποίητη δουλειά με την έννοια ότι από την αρχή μέχρι το τέλος την τρέξαμε μόνοι μας. Δεν ήταν ανάθεση από έναν ξένο παραγωγό, δεν μας προσέγγισε κάποιος, εμείς τη γεννήσαμε και την είδαμε να μεγαλώνει, να περπατάει και να αγκαλιάζεται από το κοινό, γιατί από την πρώτη μέρα στη Θεσσαλονίκη μέχρι και την τελευταία ήμασταν sold out κι αυτό σε μια τέτοια προσπάθεια είναι και δικαίωση και συγκίνηση και περηφάνια, γιατί είναι το μωρό μας, είναι το παιδί μας.

— Απ’ όσο ξέρω, πρόκειται για πραγματική ιστορία, σωστά;
Nαι! Το έργο μιλάει για τον εγκλεισμό τριών Δυτικών, που έχουν απαχθεί από μια τρομοκρατική οργάνωση, σε μια φυλακή στον Λίβανο. Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Αυτοί οι τρεις είναι υπαρκτά πρόσωπα, έχουν γραφτεί και βιογραφίες, έχουν γίνει ντοκιμαντέρ, το γεγονός ήταν για εβδομάδες πρώτη είδηση στην Αγγλία και το θεωρώ σπουδαίο που ανεβαίνει τώρα στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που ταυτιζόμαστε πάρα πολύ με τη συνθήκη του εγκλεισμού και του πώς διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας. Πού καταφεύγουμε για να αντιμετωπίσουμε τις φοβίες μας, τις αγωνίες μας, τα άγχη μας, τις ανάγκες μας, το τι είμαστε σε θέση να αφήσουμε πίσω και το προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να πάμε.

Ο Frank McGuiness, ο συγγραφέας του έργου, Ιρλανδός, πολύ αγαπητός στη χώρα του, πολύ φιλέλληνας, με τεράστια διάθεση να ποτίζει τα κείμενά του με το ελληνικό στοιχείο, μιλάει για την αγάπη, την αποδοχή, τον σεβασμό, τη διαφορετικότητα… Το έργο δεν έχει να κάνει με το κοινωνικοπολιτικό της περιοχής – εμείς το χρησιμοποιούμε ως όχημα για πιο σπουδαία και διαφορετικά ζητήματα, με τα οποία θα ταυτιστεί ο κόσμος.

Έχει τρομερό ενδιαφέρον το πώς αυτή η αλληγορία της φυλακής λειτουργεί στον θεατή, γιατί συνειδητοποιεί ότι τα τείχη των φυλακών δεν είναι απαραίτητα ορατά. Πολλές φορές είναι και οι τοίχοι που εμείς οι ίδιοι υψώνουμε, γιατί νιώθουμε ασφαλείς ανάμεσά τους, νιώθουμε ότι μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο, ξεχνώντας, βέβαια, πόσο αυτοί οι τοίχοι μάς απομονώνουν και μας κάνουν να μη θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τον διπλανό μας επί της ουσίας.

— Πέρα από αυτά, το έργο αγγίζει και τις επώδυνες ανδρικές σχέσεις.
Ακριβώς. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι μέσα σ’ αυτήν τη διαδρομή του εγκλεισμού θα καταφέρουν να συμφιλιωθούν, να αγαπηθούν, να αποδεχθούν ο ένας τον άλλον, να παραδεχθούν ως άνδρες ότι έχουν την ανάγκη κάποιος να τους προσέχει, ότι είναι ευάλωτοι, ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι είναι τα A-male της αγέλης, δεν χρειάζεται να υπερτονίσουν το πόσο μάτσο είναι, πόσο σκληροί, πόσο γενναίοι, πόσο σπουδαίοι.

Νομίζω το πιο σημαντικό εδώ είναι η δήλωση της αδυναμίας. Θέλει πολύ μεγάλο θάρρος να ζητάς από τον άλλον βοήθεια. Είναι ένα έργο επαναπροσδιορισμού της ανδρικής ταυτότητας και εμένα με συγκινεί. Είναι μια ιστορία που «ακουμπάει» και στο #MeToo και στην πανδημία και, φυσικά, στο ότι αυτό που ζούμε είναι μια εποχή εξεγέρσεων, επαναστάσεων, αναβρασμού, οπότε καλύπτει πάρα πολλά ζητήματα· το πιο μαγικό απ’ όλα έχει να κάνει με τη δομή του έργου, που είναι χωρισμένο σε σκηνές αυτόνομες, αλλά θα δεις συνολικά ένα πέρασμα από το ακραίο δράμα στην ακραία κωμωδία.

Αυτό είναι τόσο μεγάλη πρόκληση για τον ηθοποιό που πραγματικά δεν θυμάμαι άλλο έργο που να πρέπει να είμαι τόσο έτοιμος για τέτοια περάσματα. Έχει μεγάλες προκλήσεις και δυσκολίες αυτό το κείμενο και η μεγαλύτερη από αυτές είναι να μη φανεί εύκολο.

Πηγή: lifo.gr

Recommended For You