Ένας από τους πιο σπουδαίους ποιητές της Ελλάδας ήταν ο Νίκος Γκάτσος. Ο ποιητής που έγραψε τον «Κεμάλ» ή μάλλον καλύτερα ο ποιητής που μετέφερε την ποίηση στα πιο λαϊκά στρώματα μέσω των τραγουδιών του.
Τραγούδια όπως «το δίχτυ», το «κοίτα με στα μάτια», «μάτια βουρκωμένα», «άπονη ζωή» και τόσα θέλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μην τα έχει ακούσει κάποιος έστω και μια φορά. Τραγούδια με στίχους που κατακλύζονται από συναισθήματα και συνοδεύονται από υπέροχες μελωδίες εξαίρετων συνθετών.
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, ενώ στην Τρίπολη όπου πήγε γυμνάσιο γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ηδη, είχε μάθει καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση. Στην Αθήνα, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933), αλλά και κριτικά του σημειώματα.
Ο Νίκος Γκάτσος έχει μία τεράστια γκάμα θεμάτων που πραγματεύονται οι στίχοι του, όπως έχει αναφέρει η Αγαθή Δημητρούκα , η σύντροφος της ζωής του σπουδαίου ποιητή αλλά κι επίσης ποιήτρια«Στα τραγούδια της «Παγωμένης θεατρίνας», τα οποία, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, γράφτηκαν για να τα μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις και να τα ερμηνεύσει ο Γιώργος Μαρίνος, ο Γκάτσος πραγματεύεται και τον ομοφυλόφιλο έρωτα με πολλή ευγένεια και με αιχμές κατά της παιδεραστίας, αυτής της τόσο αισχρής και ολέθριας διαστροφής».
Το δυστύχημα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας Σταύρος Καρτσωνάκης, είναι ότι αυτά τα τραγούδια πολλές φορές δεν φτάνουν στον κόσμο γιατί δεν ακούγονται συχνά από το ραδιόφωνο. «Όταν βάζω τα τραγούδια του στους μαθητές παρατηρώ ότι υπάρχει τρομερή ανταπόκριση ακόμη και για έργα του, όπως οι “Δροσουλίτες” που είναι το αριστούργημά του, τα οποία είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Αν υπήρχαν άνθρωποι να προβάλλουν αυτό τον θησαυρό, θα ήταν καλύτερες και οι επόμενες γενιές – το επισημαίνω και ως δάσκαλος αυτό».
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα παιδιά να αγαπούν τους στίχους του; «Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι είναι πολύ συμπυκνωμένοι και δεν αναφέρονται πάντα σε κάτι συγκεκριμένο. Έχουμε τραγούδια όπως η “Αθανασία” ή το “Οι μέρες είναι πονηρές” ή το “Νυν και αεί” ή το “Δίχτυ” που μπορεί να αναφέρονται σε μια σημαντική ιστορική στιγμή της Ελλάδας και είναι δυνατόν να διαβαστούν αντίστοιχα από όσους έχουν ζήσει ή ακούσει γι’ αυτά τα γεγονότα. Ωστόσο, καθώς ο Γκάτσος δεν προσδιορίζει τα θέματά του, με αυτά τα τραγούδια μπορούν να συνδεθούν και άνθρωποι που δεν έχουν καμία προσλαμβάνουσα από τα γεγονότα», είχε πει ο Σταύρο Καρτσωνάκης.
Το ζήτημα σε αυτό το αφιέρωμα – άρθρο δεν είναι να υπάρξει κριτική, αυτή άλλωστε έχει γίνει από αρκετούς άλλους όπως ο Α. Σπύρης σε κείμενο που δημοσιεύεται στο περιοδικό Φιλολογικά χρονικά με τον τίτλο «Εξπρεσιονιστικά θέματα (και η ‘Αμοργός’ του κ. Νίκου Γκάτσου)»,ο Μ. Αναγνωστάκης, ο Τ. Παπατσώνης και πολλοί άλλοι. Το ζήτημα στο συγκεκριμένο άρθρο είναι η ανάδειξη των στίχων του.
Στίχοι από μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Γκάτσου:
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Το δίχτυ
Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή
μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι
έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
που είναι γραμμένα σ’ επτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
Στον Σείριο
Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά
ποτέ δε βάλαν έγνοια στην καρδιά
δεν είδανε πολέμους και θανάτους
και πάνω απ’ τη γαλάζια τους ποδιά
φοράν τις Κυριακές τα γιορτινά τους
Τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό
ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό
παράξενα παιδεύει το μυαλό τους
τους φαίνεται καράβι μακρινό
και πάνε και ρωτάν το δάσκαλό τους
Αυτή τους λέει παιδιά μου είναι η γη
του σύμπαντος αρρώστια και πληγή
εκεί τραγούδια λένε γράφουν στίχους
κι ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί
κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους
Στο Σείριο δακρύσαν τα παιδιά
και βάλαν από κείνη τη βραδιά
μιαν έγνοια στη μικρούλα τους καρδιά.
Στίχοι με ατόφιο συναίσθημα κι άπειρη (μα τόσο έμπειρη) στιχουργική γραφή. Πέρα από τα πανέμορφα μηνύματα που περνάει με τους στίχους του – διότι δυστυχώς κάποιες καταστάσεις παραμένουν αιώνια ίδιες, εκεί που αξίζει κανείς να σταθεί ιδιαίτερα – κι είναι η μόνη στιγμή που θα υπάρξει ένα μικρό είδος «ανάλυσης» στο άρθρο – είναι στο σημείο της ποιητικής του τεχνικής ως προς τις ομοιοκαταληξίες στο ποίημα «Κεμάλ» (που μερικοί ίσως τη γνωρίζουν με τον αγγλικό όρο rhyme scheme).
Κεμαλ
Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα…
Το ποίημα έχει μελοποιηθεί και αρχικά ερμηνεύτηκε από το Mάνο Χατζηδάκη
Όλοι αυτοί είναι μερικοί από τους στίχους του που προβάλλουν το αγνό συναίσθημα, πολλές φορές τον αντιπολεμικό χαρακτήρα (που δυστυχώς σε αυτή την γη δεν έχει υπάρξει ποτέ παγκόσμια ειρήνη με πολέμους που δεν γίνανε μόνο με όπλα) και θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει αρκετούς από αυτούς (σ.σ.: τους στίχους) ιδιαίτερα ελπιδοφόρους για κάθε άκρη του κόσμου. Αν φυσικά, το θελήσει ο άνθρωπος.
Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
*Το παραπάνω τετράστιχο στο ελληνόφωνο διαδίκτυο το αποδίδουν λανθασμένα στον Γιώργο Σεφέρη ενώ ανήκει στον Νίκο Γκάτσο από το έργο, “Ελλαδογραφία” του 1976.
Πηγές:
- https://www.efsyn.gr
- https://www.koutipandoras.gr
- https://www.documentonews.gr
- http://gatsos.ekebi.gr
- atexnos.gr
- ellinikahoaxes.gr