Άρθρο από 902.gr
Μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση με τίτλο «Ψάξε την πραγματική ουσία. Πες όχι σε όλα τα ναρκωτικά» πραγματοποίησε η ΟΒ Κοινωνιολογίας της ΚΝΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο την Παρασκευή 8 Απρίλη. Στην εκδήλωση την ομιλία έκανε ο Παναγιώτης Κατηφές, υπεύθυνος του Τμήματος κατά των Ναρκωτικών της ΚΕ του ΚΚΕ, με την ομιλία να εστιάζει σε ουσιώδεις πλευρές του ζητήματος, όπως το πρόβλημα της τοξικομανίας και αν αυτό αντιμετωπίζεται, τους όρους «χρήση» και «εξάρτηση», τη ναρκοκουλτούρα ως τρόπο ζωής στον καπιταλισμό, το εμπόριο ναρκωτικών κ.ά.
Ο Π. Κατηφές ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «για το διαλεκτικό υλισμό η εξάρτηση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο κρίσης, με την έννοια μιας πολυαιτιότητας (οι αιτίες είναι πολλές: κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, ψυχολογικές, ιστορικές κλπ.), που παράγεται και αναπαράγεται από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Από αυτή την άποψη η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα του ίδιου του καπιταλισμού και κατά συνέπεια φαινόμενο των δύο τελευταίων αιώνων (περίπου).
Αυτές οι κοινωνικοοικονομικές αιτίες δημιουργούν επίσης όλες εκείνες τις συνθήκες ανάπτυξης μιας “κουλτούρας της παρακμής”, που άμεσα ή έμμεσα προβάλλει -μεταξύ άλλων- την “ανάγκη” της φυγής, σαν “μόδα” και “τρόπο ζωής”, από μια κοινωνία που είναι έτοιμη να συνθλίψει το νέο άνθρωπο.
Παγιδευμένος ο άνθρωπος από την αίσθηση μιας “ψευδοάρνησης” του κατεστημένου, ωθείται σε μια πράξη φυγής και μέσα από μια στρεβλή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας βιώνει τη χρήση και την εξάρτηση σαν πράξη αντίστασης.
Έτσι δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά κανείς πως υπάρχει καλή και κακή χρήση. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι μια πρόταση φυγής προς τη συστηματική χρήση και την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακραία μορφή αλλοτρίωσης που καθορίζει επίσης και τον χαρακτήρα της σχέσης του ατόμου με την κοινωνία.
Η ανεργία, η πολιτιστική και οικονομική φτώχεια, οι ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση και τη ζωή καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση και το χαρακτήρα της διάδοσης των ναρκωτικών που έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Ο χαρακτήρας αυτός είναι ταξικός. Τα ναρκωτικά είναι πρόβλημα των καπιταλιστικών ταξικών κοινωνιών».
Σε σχέση με το διαχωρισμό των ναρκωτικών σε σκληρά και μαλακά, ο Π. Κατηφές τόνισε: «Για να απαντήσουμε στο εάν τα ναρκωτικά διαχωρίζονται σε σκληρά και μαλακά, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα: Σε σχέση με τι ρωτάμε; Πώς; Και γιατί;
Από αυτή την άποψη τα ναρκωτικά πραγματικά διαχωρίζονται στο επίπεδο της φαρμακολογίας, της χημικής σύνθεσης και της δράσης που ασκούν στον ανθρώπινο οργανισμό.
Έχουμε όμως πει πως η εξάρτηση είναι κατ’ αρχάς κοινωνικό φαινόμενο και τα αίτια που το καθορίζουν είναι πολλά και διαφορετικά. Έτσι, οποιαδήποτε απάντηση στο προαναφερόμενο ερώτημα δεν μπορεί να αφορά μόνο τη φαρμακολογία, τη βιολογία ή τη χημεία.
Πρέπει και οφείλει να αφορά κατ’ αρχάς την κοινωνική διάσταση του φαινομένου, δεδομένου ότι το πώς και το γιατί αναζητά ένα άτομο μια ναρκωτική ουσία, σχετίζεται άμεσα με κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές αναζήτησης αυτής της ουσίας, καθώς και με διάφορους ψυχολογικούς λόγους που προσδιορίζουν αυτή την αναζήτηση.
Συνεπώς, ως προς τα αίτια που οδηγούν στη χρήση των ναρκωτικών και από κει και πέρα στο κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης, ο διαχωρισμός είναι αδύνατος.
Οι αιτίες που οδηγούν στην “επιλογή” μιας ναρκωτικής ουσίας είναι κοινές για όλες τις ουσίες».
Για τη συζήτηση που γίνεται περί νομιμοποίησης ή καταστολής των ναρκωτικών, ο Π. Κατηφές σημείωσε: «Οι προσπάθειες αποπροσανατολισμού από τις κοινωνικές αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα των ναρκωτικών παίρνουν διάφορες μορφές. Μια απ’ αυτές που προβάλλεται έντονα είναι το αίτημα της νομιμοποίησης όλων των ουσιών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια μετατροπής του προβλήματος από κοινωνικό σε νομικό ζήτημα.
Αυτοί που είναι υπέρ της νομιμοποίησης χρησιμοποιούν, κατά καιρούς, διάφορα επιχειρήματα. Ισχυρίζονται -μεταξύ άλλων- πως όποιος είναι κατά της νομιμοποίησης είναι υπέρ της Αστυνομίας, πως η αποποινικοποίηση θα εμποδίσει τους νέους να οδηγούνται στη φυλακή, πως έτσι θα αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα και το παράνομο εμπόριο κλπ.
Τα περισσότερα από αυτά τα επιχειρήματα στηρίζονται κυρίως στην αποτυχία της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής που δεν κατάφερε να μειώσει: α) Την εγκληματικότητα που συνδέεται με το παράνομο εμπόριο, β) τον αριθμό θανάτων των τοξικομανών, γ) το παράνομο εμπόριο, δ) τη διαφθορά. Τη θέση αυτής της αποτυχίας την παίρνει η τρομακτική εξάπλωση των ναρκωτικών και η διαρκής μείωση του μέσου ηλικιακού όρου των παιδιών που έρχονται σε επαφή με τα ναρκωτικά και εξαρτώνται από αυτά.
Σε καμία περίπτωση η νομιμοποίηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης, γιατί αφήνει άθικτες τις κοινωνικές αιτίες που το γεννούν και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που το αναπαράγουν».
Όσον αφορά τη θέση του Κόμματος για την αντιμετώπιση του φαινομένου επισημάνθηκε: «Η πρόληψη είναι το κυριότερο στοιχείο για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρέπει να υπάρχει μια συγκεκριμένη στρατηγική πρόληψης στο σύνολο του ελλαδικού χώρου με ξεκάθαρους στόχους, που θα παίρνει υπόψη της τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζωή του νέου ανθρώπου.
Η οικογένεια, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, ο ελεύθερος χρόνος, η επαγγελματική αποκατάσταση αποτελούν μερικούς από αυτούς. Δυστυχώς, τα πράγματα σε αυτόν τον τομέα είναι τόσο ρευστά, που κατά κύριο λόγο η πρόληψη ταυτίζεται με την ενημέρωση.
Πρόληψη σημαίνει ουσιαστικά πρόταση ενός άλλου τρόπου ζωής με ενδιαφέροντα, αξίες, στόχους, συλλογικότητα, αξιοπρέπεια.
Στον τομέα της θεραπείας δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές από αυτόν της πρόληψης. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τον τοξικομανή μέσα από τις οποίες εκφράζεται η κυρίαρχη ιδεολογία, χαρακτηρίζονται από φόβους, προκαταλήψεις και κοινωνικό ρατσισμό. ‘Ετσι, ο τοξικομανής γίνεται εγκληματικό και επικίνδυνο άτομο και η θεραπεία του ταυτίζεται με την τιμωρία. Σε αυτά τα πλαίσια, αντί η καταστολή να στρέφεται ενάντια στα κυκλώματα ναρκωτικών, λειτουργεί ουσιαστικά ενάντια στη θεραπεία.
Ο τοξικομανής, σαν ένας άνθρωπος που υποφέρει, μπορεί να θεραπευτεί, με την προϋπόθεση να αποφασίσει ο ίδιος τη θεραπεία του μέσα από την ένταξή του σ’ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης.
Είναι υποχρέωση του κράτους να δημιουργήσει τόσα θεραπευτικά προγράμματα, όσα απαιτούν οι σημερινές ανάγκες.
Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο, τα μεγάλα προβλήματα των θεραπευτικών προγραμμάτων παραμένουν άλυτα. Σήμερα και στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ στηρίζεται η λογική του περιορισμού της βλάβης και της διαχείρισης του προβλήματος. Το βάρος δίνεται στα προγράμματα υποκατάστατων, ενώ ταυτόχρονα τα προβλήματα των ελάχιστων, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, κοινοτήτων και θεραπευτικών προγραμμάτων οξύνονται.
Υποχρέωση του κράτους είναι επίσης η ανάπτυξη ενός τομέα έρευνας για τις εξαρτήσεις, μέσα στο πλαίσιο των υπαρχόντων θεραπευτικών προγραμμάτων (ΚΕΘΕΑ, “18 ΑΝΩ”). Αυτή τη στιγμή η έρευνα μονοπωλείται από ιδιωτικό φορέα και στερούνται έτσι τα προγράμματα της δυνατότητας μιας πραγματικής ανάπτυξης του έργου τους σε όλα τα επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες κοινωνικής επανένταξης των εξαρτημένων ατόμων στην κοινωνική πραγματικότητα, τα ερωτήματα που απορρέουν από συγκεκριμένες ελλείψεις σχεδιασμού είναι πολλά. Τα προβλήματα σε σχέση με την ανεύρεση δουλειάς και στέγης, οι δικαστικές εκκρεμότητες, τα χρέη και άλλα, γίνονται συχνά μια θηλιά στο λαιμό των ανθρώπων που δίνουν τη μάχη της ανεξαρτησίας. Ο κοινωνικός ρατσισμός με τον οποίο βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υποτροπή κάποιων από αυτούς».
Η ομιλία ολοκληρώθηκε αναδεικνύοντας ότι «για εμάς είναι σημαντικό, ειδικά οι νέοι κοινωνικοί επιστήμονες, να κατανοούν ότι όταν εμείς μιλάμε για πολυπαραγοντικό φαινόμενο δεν αφορά μόνο την αποδοχή πολλών διαφορετικών παραγόντων που επιδρούν και προκαλούν ένα φαινόμενο, αλλά κυρίως ότι αναγνωρίζουμε τη διαλεκτική ενότητα μεταξύ παραγόντων που επιδρούν συνολικά, της σχέσης αιτιών και αποτελεσμάτων σε μια συγκεκριμένη ιστορική, οικονομική, πολιτική και κοινωνική στιγμή. Δηλαδή τη διαλεκτική ενότητα που έχει ένα κοινωνικό φαινόμενο με τις σχέσεις παραγωγής.
Η πάλη ενάντια στα ναρκωτικά, ενάντια στις εξαρτήσεις είναι υπόθεση πρώτης γραμμής για το ΚΚΕ, την ΚΝΕ και το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα.
Ειδικά σήμερα που έντεχνα πλασάρουν ως προοδευτικό ό,τι πιο συντηρητικό και αναχρονιστικό υπάρχει: Την υποταγή στα όρια που σου επιτρέπει το σύστημα να ζεις, στις επιλογές που επιλέγει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα να σου αφήνει “ελεύθερες”. Προοδευτικό είναι να κρατάς τη ζωή στα χέρια σου, όχι να την παραδίνεις!
Πραγματικά προοδευτικό είναι:
• Να μπορείς να σηκώνεις κεφάλι.
• Να καθορίζεις εσύ τη ζωή σου, με γνώση των απαιτήσεων της ζωής, με πάλη για να ανοίγεις νέους δρόμους για σένα και τους γύρω σου.
• Με το μυαλό σου καθαρό να σχεδιάζεις και να ονειρεύεσαι το μέλλον.
• Να μπορείς να ξεκλειδώνεις την πραγματική ουσία στη ζωή που σου φέρνει τη χαρά, τη διάθεση, στιγμές πραγματικής χαλάρωσης αλλά και τη δύναμη να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες.
Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ δεν αντιμετωπίζουμε φοβικά το ζήτημα των ναρκωτικών αλλά με βάση την επιστημονική μελέτη και κυρίως με βάση τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Πάνω από όλα η στάση απέναντι στα ναρκωτικά είναι στάση απέναντι στη ζωή και το μέλλον, στο πού “τοποθετεί” καθένας τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Έχουμε μέτωπο ενάντια σε ό,τι βάζει σε κίνδυνο το μυαλό και την ψυχή – σε ό,τι αφήνει τον άνθρωπο χωρίς απαιτήσεις από τη ζωή.
Για αυτό παλεύουμε για μια ζωή ΟΛΟΚΛΗΡΗ και ΟΧΙ με ΔΟΣΕΙΣ».