Ζάχος Χατζηφωτίου: Πολεμιστής, γόης και αιρετικός

Μαζί με τον θρύλο της παλαιάς Αθήνας Ζάχο Χατζηφωτίου έσβησε μια μυθιστορηματική εποχή του 20ού αιώνα

Αρθρογράφος:

«Στον οικογενειακό µας οίκο στο Α΄ Νεκροταφείο, έχω τοποθετήσει μια προτομή μου, μπρούντζινη. Και δίπλα φιγουράρει η φράση: “Εζησα όπως ήθελα”».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Ζάχο Χατζηφωτίου, σε μια εκ βαθέων συνέντευξη που έδωσε στην «Κ» και στη Μαργαρίτα Πουρνάρα πριν από πέντε χρόνια, και νομίζω ότι συνοψίζουν τη φιλοσοφία ζωής του τελευταίου μπον βιβέρ της παλιάς Αθήνας: ελευθερία, αυτοσαρκασμός και χιούμορ.

Καθώς διάβαζα και αναζητούσα πληροφορίες για τη δημόσια περσόνα που καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα –όπως τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος– και τον άνθρωπο που πολέμησε σε τρία μέτωπα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πέθανε την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 99 ετών, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι μαζί του έσβησε και μια ολόκληρη εποχή που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε με άνεση μυθιστορηματική.

Πολεμικά ανδραγαθήματα, ζωή στο Παρίσι, πέντε γάμοι και πέντε διαζύγια, φροντισμένο κοστούμι, γραβάτα και ποσέτ, γρήγορα αυτοκίνητα, κοσμικές συγκεντρώσεις και γκαλά, αστικές αξίες και νυχτερινή Αθήνα. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν γέννημα μιας εποχής μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων και αλλαγών, μιας εποχής που άφηνε πίσω της δύο παγκόσμιους πολέμους, πείνα και στερήσεις και διψούσε για καλή ζωή, φλερτ, διασημότητες και υπερβολή. Μια εποχή μίλια μακριά από τη δική μας.

«Στον οικογενειακό μας οίκο στο Α΄ Νεκροταφείο, έχω τοποθετήσει μια προτομή μου. Και δίπλα φιγουράρει η φράση: “Εζησα όπως ήθελα”».

Γεννημένος το 1923, με καταγωγή από τα Ψαρά, η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί αρχικά στην Αθήνα, πριν καταλήξει στην Πλάκα. Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, απέδρασε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της Κατοχής και έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Πολέμησε στην πολιορκία του Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν και αργότερα στο Ρίμινι ως μέλος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. «Ηταν οι κορυφαίες στιγμές της ζωής μου. Τον θάνατο τον έζησα πολλές φορές εκεί. Πέρασαν δίπλα μου ξιφολόγχες, σφαίρες. Είδα φίλους μου να τραυματίζονται και να σκοτώνονται. Βλέπετε αυτά τα παράσημα που τα έχω στην κορνίζα; Κάθε κορδελάκι είναι και μια λαχτάρα», έλεγε στην ίδια συνέντευξη στην «Κ».

Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε στις οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ το 1956, στα 33 του, έφυγε στο Παρίσι, όπου παντρεύτηκε την τρίτη του σύζυγο. «Την Ιρέν. Καλλονή. Δούλευε στον Ντιόρ». Καλλονή φυσικά ήταν και η Τζένη Καρέζη, με την οποία παντρεύτηκαν λίγο αργότερα, αλλά ο γάμος τους κράτησε μόνο δύο χρόνια. «Δεν στεριώσαμε διότι τα ωράριά μας δεν συνέπιπταν. Εκείνη στο θέατρο, εγώ είχα μπει στη θάλασσα, είχα καράβια και έτρεχα στον Πειραιά από το πρωί μέχρι το βράδυ», έλεγε ο ίδιος.

Χρονογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή» (1974-1977), στον «Ταχυδρόμο» με το ψευδώνυμο «Ιακχος» από το 1975 και στα «Νέα» ως «ο Διακριτικός», ο Χατζηφωτίου έμπαινε με άνεση στα μεγάλα σαλόνια σε μια εποχή που το κοσμικό ρεπορτάζ ήταν στις δόξες του. Εγραψε βιβλία για τη Μύκονο και το αγαπημένο του Κολωνάκι κ.ά. Μέσα από το κανάλι της ΥΕΝΕΔ και την εκπομπή «Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου» έγινε ευρύτερα γνωστός με το χαρακτηριστικό του στυλ: μεγάλα κοκάλινα γυαλιά, καλοχτενισμένος και πάντα με κοστούμι. Οι κοινωνιολογικού τύπου παρατηρήσεις του για την Αθήνα και τους κατοίκους της σήμερα ακούγονται ξεπερασμένες, αλλά βρίσκονται εκεί που ανήκουν. Στο παρελθόν.

Δύσκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Ζάχος Χατζηφωτίου δεν είχε το θάρρος της γνώμης του, και το είχε μέχρι το τέλος, ακόμη και όταν κλήθηκε από τη Μαργαρίτα Πουρνάρα να σχολιάσει την επίσκεψη Σαρκοζί και το τζόκινγκ του πρώην προέδρου γύρω από το Ζάππειο. «Λίγο εξαζερέ μού φάνηκε αυτό για έναν πρώην ηγέτη μιας μεγάλης χώρας σαν τη Γαλλία, να τρέχει με τα σορτσάκια».

Ο εστέτ που μπήκε σε όλα τα σπίτια

Του Νίκου Βατόπουλου

Με αναλλοίωτο στυλ, ο Ζάχος Χατζηφωτίου είχε σφυρηλατήσει με συνέπεια τη δημόσια εικόνα του. Ωστόσο, παρέμενε αυθεντικός. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το πηγαίο και το γνήσιο των λόγων και των έργων του. Η σταθερή τηλεοπτική εμφάνισή του, στο δικό του «πεντάλεπτο», είχε φέρει σε ένα ευρύ κοινό τη μορφή του αλλά και την αισθητική του, που ήταν και «ιδεολογία». Πάντα κομψός, με κοστούμι και τα χαρακτηριστικά γυαλιά, καλοχτενισμένος και με τη σταθερή φωνή του, ο «Ζάχος» ήταν ίσως ο πρώτος εστέτ που μπήκε σε όλα τα σπίτια. Είχε βοηθήσει και η ανάλαφρη πένα του, που έγινε πανελληνίως γνωστή από την κοσμική στήλη του «Ιακχου» στον «Ταχυδρόμο», στα χρόνια ακμής του περιοδικού Τύπου. Ο Ζάχος καυτηρίαζε, αλλά πάντα με στυλ και με φλέγμα.

Η κοινωνική παρακμή, όπως την ένιωθε, είχε να κάνει και με τον εκμαυλισμό της αστικής τάξης, τη μαζικοποίηση και την έκπτωση της παλιάς κοινωνικής ετικέτας. Μεγάλη επιτυχία είχε το βιβλίο του «Τα εν οίκω… εν δήμω», όπου είχε ξεδιπλώσει τη ζωή του, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τον πολύκροτο, βραχύβιο, γάμο του με την Τζένη Καρέζη. Αλλά ο Ζάχος Χατζηφωτίου είχε πολλές πλευρές, ως γνήσιος αστός. Είχε πλήθος ενδιαφερόντων και έναν μεγάλο κύκλο γνωριμιών. Εκτιμούσε το ωραίο φύλο. Είχε τολμήσει να ασχολείται με τα κοινά και με τον δημόσιο λόγο του, σε χρονογραφήματα, τηλεοπτικές εμφανίσεις, συνεντεύξεις και βιβλία, συναιρούσε με επιτυχία το βρετανικό του χιούμορ με μια προσωπική ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας. Κοινωνιολογικές ήταν κατά βάση οι προθέσεις του όταν στηλίτευε την ηθική παρακμή πάνω στη βάση των κοινωνικών αξιών, της ευγένειας, των καλών τρόπων και της εκτίμησης θεμελιωδών εθνικών συστατικών.

Ο Ζάχος είχε με τη δημόσια φωνή του αντιταχθεί στον εκχυδαϊσμό της κοινωνικής και ευρύτερα της δημόσιας ζωής. Συχνά με την τέχνη της ειρωνείας, με αυτοσαρκασμό και χιούμορ, ένιωθε –πιθανότατα– ως ένας από τους τελευταίους θεματοφύλακες της γνήσιας αστικής ζωής. Είχε ασχοληθεί με την ακμή και την παρακμή της Μυκόνου («Συννεφιάζει και στη Μύκονο») και μιλούσε μετά λόγου γνώσεως καθώς την ήξερε πριν αυτή γίνει «Μύκονος για όλους». Ηξερε επίσης και το Κολωνάκι, όταν ήταν μια συνοικία των λίγων καλών οικογενειών, πριν γίνει προορισμός για φαγητό, ψώνια και διασκέδαση. Το βιβλίο του «Το Κολωνάκι πριν την άλωση» τα λέει όλα.

Υπήρξε επίσης μαχητικός. Μέσα από το δικό του φίλτρο, έβλεπε και τον εκχυδαϊσμό της Αθήνας ως πόλης. Η μαζική κατεδάφιση των νεοκλασικών κτιρίων τον αναστάτωνε και πιθανόν να τοποθετούσε αυτόν τον κυνισμό των Ελλήνων και τη σταθερή προσήλωσή τους στο εύκολο χρήμα στην απουσία μιας κλίμακας αξιών που ο ίδιος υπεράσπιζε. Στον «Ταχυδρόμο» είχε δημοσιεύσει δικά του ρεπορτάζ για την αρχιτεκτονική κληρονομιά και η αλήθεια είναι ότι υπήρξε από τους πρώτους που έβλεπε την καταστροφή της Κηφισιάς ήδη από τη δεκαετία του 1970. Στο κλασικό βιβλίο του «Πωλείται συνείδησις» είχε επιχειρήσει να σκιαγραφήσει την αγωνία του Ελληνα για –πάση θυσία– κοινωνική αναρρίχηση.

Προσωπικότητα που επηρέασε πολλούς

Του Άρη Δαβαράκη*

Γνώρισα τον Ζάχο Χατζηφωτίου όταν πρωτοδούλεψα στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ηταν ο «Ιακχος» τότε, διάσημος και περιζήτητος σε κάθε κοσμικό γεγονός – δεξιώσεις, πάρτι, γάμους, εγκαίνια, βεγγέρες, κρουαζιέρες. Παράλληλα, δεν έπαψε ποτέ να είναι ο Ζάχος Χατζηφωτίου που είχε γράψει το «Συννεφιάζει και στη Μύκονο», που είχε γοητεύσει κάποιες από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, που είχε πολεμήσει στον πόλεμο και είχε παρασημοφορηθεί – ο Χατζηφωτίου που πολλοί αντιπαθούσαν αλλά όλοι αναγνώριζαν στην πρώτη ματιά.

Στην αρχή της συνύπαρξής μας στο ίδιο έντυπο όταν διευθυντής του ήταν ο Νίκος Κυριαζίδης, με είχε πάρει λιγάκι με στραβό μάτι – αίσθημα, εδώ που τα λέμε, αμοιβαίο. Με έλεγε αναλφάβητο, αμόρφωτο, ότι δεν ξέρω ελληνικά, μεταξύ αστείου και σοβαρού και ποτέ πίσω απ’ την πλάτη μου. Εκανα τότε κάτι «In και Out» και κάτι «Σφήνες» (σουξεδάκια) και με έβρισκε, δικαίως ξέρω τώρα, λιγάκι υπερφίαλο και εξυπνάκια. Ο τρόπος γραφής μας διέφερε πάρα πολύ. Είχαμε 30 χρόνια διαφορά στην ηλικία. Αλλα μυαλά, άλλοι συνειρμοί, άλλη γραμματική, άλλο συντακτικό. Μου έκανε πλάκα. Είχε πολύ χιούμορ, εντελώς δικό του, συχνά με ψάρωνε.

Ηταν ο Χατζηφωτίου μια πρωτογενής και αυτόφωτη προσωπικότητα, ένας noble survivor που είχε αληθινούς φίλους και πολλούς ψευτοεχθρούς με τους οποίους δεν ασχολήθηκε ποτέ του. Λίγα χρόνια αργότερα μετά την εποχή του «Ταχυδρόμου», με τον Σωτήρη Μπασιάκο και τον Τάσο Μελετόπουλο βγάλαμε τα «Πρόσωπα» (ένα σχεδόν χειροποίητο περιοδικό) και, βέβαια, του ζήτησα συνέντευξη. Πήγαμε στο σπίτι του στη Ρηγίλλης και, εκεί, ανακάλυψα τον άλλον Ζάχο. Δεν τον ενδιέφερε να μιλήσει για τα «ελαφρά», τον ενδιέφερε να μιλήσει για την πιο ιδιωτική πλευρά του: Τον πόλεμο π.χ., τις δύσκολες εποχές που ερχόντουσαν κάθε τόσο, περνάγανε και ξαναρχόντουσαν. Τον χειμώνα που έζησε φιλοξενούμενος από φίλους Μυκονιάτες στο νησί και έγραψε το μπεστ σέλερ του που τον βοήθησε πολύ να ξανασταθεί στα πόδια του. Ηταν περήφανος για τα πολεμικά του παράσημα, μας τα έδειξε και θελήσαμε να τα φωτογραφήσουμε, αλλά δεν μας το επέτρεψε. Σ’ αυτή τη συνάντηση ήταν ζεστός, φιλικός, ανοιχτός, ειλικρινής. Σε ερωτήσεις σχετικές με την ιδιωτική του ζωή, την επιτυχία του στις γυναίκες ή τον γάμο του με την Τζένη Καρέζη, διακριτικά απέφυγε να απαντήσει. Φεύγοντας είχα στα χέρια μου μια πολύ καλή και πολύ διαφορετική συνέντευξη με τον κύριο Ζάχο Χατζηφωτίου, τον πολυσυζητημένο.

Θα τον θυμάμαι με σεβασμό και αγάπη γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να διακρίνω πίσω από την καλοχτισμένη περσόνα του έναν δυνατό και ευαίσθητο άνθρωπο που ήξερε να επιβιώνει με αξιοπρέπεια και χιούμορ. Ηταν Κύριος. Gentleman. Ειχε χιούμορ και δεν τον άλλαζαν οι δυσκολίες και οι απογοητεύσεις που φέρνει η ζωή. Περίμενε πάντα την ανατροπή των δυσκολιών και δούλευε γι’ αυτήν. Δεν τον ήξερα καλά, δεν είμαστε «φίλοι», δεν κάναμε βέβαια παρέα. Είναι όμως μια προσωπικότητα που, με τις επιλογές της, επηρέασε πολλούς. Και εμένα ανάμεσά τους.

* Ο κ. Αρης Δαβαράκης είναι στιχουργός και δημοσιογράφος.

Ζάχος Χατζηφωτίου: Πολεμιστής, γόης και αιρετικός-1

πηγή: kathimerini.gr

Recommended For You