Τα τελευταία έτη η ψυχολογία έχει περάσει επίσημα στη ποπ κουλτούρα. Δεν συναντάται μόνο σε αμερικάνικα sitcoms όπως π.χ. τα Friends, ώστε στα πρώτα επεισόδια να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για γνωριμία με τις προσωπικότητες των χαρακτήρων ή στη σειρά «Αχ Ελένη» που πρωταγωνιστούσε η κα Ελένη Ράντου και σε guest εμφάνιση ο κος Δημήτρης Μητροπάνος υποδυόταν τον ψυχίατρο (με μία δόση σύγχυσης/ταύτισης ανάμεσα σε ψυχολόγο – ψυχίατρο κάτι αναμενόμενο, ειδικά για την εποχή) διότι πλέον στις περισσότερες σειρές συναντάται ο ρόλος του ψυχολόγου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Πολύ πριν και μετά από όλα αυτά όμως – ακόμη και στην Ελλάδα- γινότανε συζήτηση για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ένα τέτοιο φαινόμενο τείνει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ποπ κουλτούρας είτε μιλάμε για τέχνες είτε για επιστήμες, που για όποιον τομέα και να αναφερθεί κανείς, υπήρχε πάντα ένα πρόσωπο «ορόσημο» το οποίο για το ευρύ κοινό είναι εκπρόσωπος του είδους. Έτσι έγινε κάποτε με την ροκ εν ρολ και τον Έλβις Πρίσλεϋ, με την φυσική και τον Αϊνστάιν, με τον Μάικλ Τζάκσον και την ποπ, με τον Δαρβίνο και την βιολογία, οπότε κατά παρόμοιο τρόπο συνέβη το ίδιο με την ψυχολογία και τον Ζίγκμουντ Φρόυντ.
Δεν πρόκειται να γίνει τόσο επεξήγηση των θεωριών του, τη δεδομένη στιγμή, διότι αυτό είναι κάτι που αφορά – κατά βάση τουλάχιστον- άτομα που έχουν ενασχόληση με τον συγκεκριμένο επιστημολογικό τομέα και ίσως να προκαλούσε σύγχυση σε κάποιον ο οποίος δεν έχει εντρυφήσει τόσο σε αυτόν (δηλ. τον επιστημολογικό τομέα). Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η εύρεση του λόγου για τον οποίο κατέληξε ο Φρούντ να θεωρείται σημαία της ψυχολογίας και τι αντίκτυπο είχε αυτό στο ευρύ κοινό ως προς την εικόνα που διαμόρφωσε για αυτή και τον ίδιο.
Πριν ασχοληθούμε με αιτίες οι οποίες αφορούν την επιστήμη της ψυχολογίας ή κάποια από τις θεωρίες του (χωρίς να υπάρξει ανάλυση όπως αναφέρθηκε παραπάνω), θα εξετάσουμε άλλους λόγους που πολλοί άνθρωποι δεν τρέφουν σε εκτίμηση την προσφορά του Φρούντ στον επιστημολογικό κλάδο. Ο πρώτος είναι πως ένα αξιοσημείωτο ποσοστό ατόμων τείνει να εκφράζει πολλές φορές αρνητική άποψη για κάτι το οποίο δεν γνωρίζει ή δεν έχει ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη γνώση σχετικά με το αντικείμενο που έρχεται σε επαφή οπότε καταλήγει να θεωρεί ως γνώση, καθώς και μερικές φορές να υποστηρίζει, απόψεις οι οποίες δεν συνάδουν πραγματικά με τον τομέα στον οποίο αναφέρεται.
Ένας άλλος λόγος βρίσκεται, σε μία τάση μερικών ανθρώπων, στους οποίους συναντάται ο λεγόμενος «αντισημιτισμός», με αποτέλεσμα να γίνεται στόχος – ανεξαρτήτως επιστημονικού υλικού- ένας Αυστριακός ψυχολόγος με εβραϊκή καταγωγή όπως ο Ζίγκμουντ Φρόυντ, κάτι που θυμίζει ένα ρητό που είπε κάποτε ο Αϊνστάιν : «Αν η θεωρία της σχετικότητας αποδειχτεί πετυχημένη, οι Γερμανοί θα με πουν Γερμανό και οι Γάλλοι πολίτη του κόσμου. Αν η θεωρία της σχετικότητας αποδειχτεί λάθος, τότε οι Γάλλοι θα με πουν Γερμανό και οι Γερμανοί Εβραίο».
Η δυσπιστία του κόσμου, ως προς την εγκυρότητα των απόψεων, για τον Ζίγκμουντ Φρόυντ δεν ξεκινά βεβαίως στην σύγχρονη εποχή αλλά έχει τις ρίζες της σχεδόν από την αρχή του επιστημονικού του έργου και πιο συγκεκριμένα από την «Εισαγωγή Στη Ψυχανάλυση», ένα σύνολο από διαλέξεις τη δεκαετία του 1910.
Εκείνη την εποχή το ότι βρέθηκε κάποιος να μιλήσει τόσο ανοιχτά για σεξουαλικά ζητήματα, στα οποία βάσισε το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του, δεν ήταν εύκολο να γίνει αποδεκτό -προφανέστατα- διότι αναφερόμαστε για μία κοινωνία με πολύ πιο έντονη την αίσθηση συντηρητικών και πουριτανικών πεποιθήσεων, η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρεί θεμιτό κανείς να αναφέρεται στα ψυχοσεξουαλικά στάδια γενικότερα, πόσο μάλλον άμα κανείς προσέγγιζε μία τέτοια θεωρία για άτομα βρεφικής ηλικίας όπως έκανε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ καθώς και άλλα τα οποία έχουν δώσει βάσεις, άλλα που έχουν αναιρεθεί κι άλλα που έχουν καταλήξει να δίνουν το έναυσμα για να του αποδίδονται διάφοροι τίτλοι – θετικής κι αρνητικής χροιάς- από το ευρύ κοινό στον σύγχρονο κόσμο και άλλα που μελετώνται ακόμα.
Επιπλέον χάρισε βάσεις για την ψυχολογία και βρήκε ως αντάξιο συνεχιστή του τον Λακάν, μς τη συνεισφορά της κόρης του, Άννας Φρόυντ, η οποία παρόλο που βασίστηκε σε θεμέλια του Σίγκμουντ, έθεσε νέους κανόνες με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί, δίχως να ζει κάτω από την «σκιά» του πατέρα της ή από την άλλη πλευρά όσους είναι αντίθετοι σε κάθε λεγόμενο του, διότι αν δεν είχε υπάρξει Φρόυντ ίσως να μην είχαν υπάρξει ούτε αυτοί που βρέθηκαν για να τον αναιρέσουν ώστε να προσφέρουν στην ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην κοινωνία.
Το βασικό θέμα με το οποίο καταπιάστηκε ίσως να ευθύνεται για την φήμη και τις αντιδράσεις που απέκτησε, κάνοντας τον μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με φανατικούς υποστηρικτές αλλά και εχθρούς. Από τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης μέχρι την θεωρία του για φθόνο του πέους και το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, έδωσε βάσεις για την ψυχολογία καθώς και για αρκετές επικρίσεις.
Οπότε δικαιολογημένα μπορούμε να πούμε πως η έντονη μελέτη περί σεξουαλικών ζητημάτων και η (για πολλούς διαστρεβλωμένη και συχνά εμμονική για σεξουαλικά ζητήματα) ανάλυση που τους απέδιδε, όπως έκανε για παράδειγμα με τον Λεονάρτο Ντα Βίντσι λόγω ενός πίνακα που ζωγράφισε ο homo universalis (σ.σ.:Λεονάρντο Ντα Βίντσι),οδήγησε τον κόσμο σε μία «αποστροφή» προς το πρόσωπο του – χωρίς να εξετάσουμε τη δεδομένη στιγμή αν είναι ορθό κάτι τέτοιο ή τα αίτια αυτού σε βάθος – με αποτέλεσμα κάποιους να τους απωθήσει και άλλους να τους γοητεύσει.
Αυτό ενδεχομένως – όχι μόνο, φυσικά- να είναι μία αιτία για την οποία πολλές φορές ο ψυχολόγος, σε σειρές ή στη σκέψη αρκετών, προβάλλεται ως κάποιος ο οποίος παρατηρεί τα πάντα με σκοπό να «ψυχαναλύσει» και να εντοπίσει τα ψυχολογικά προβλήματα ενός ανθρώπου, ειδικά από την παιδική ηλικία με βάση την οικογενειακή κατάσταση και πιο συγκεκριμένα από τη σχέση του με την μητέρα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, στο πρώτο έτος της σχολής, όταν ένας καθηγητής μας είπε πως «Αν δίναμε βάση σε ό,τι έχει πει ο Φρόυντ, θα έπρεπε να ντρεπόμαστε να κοιτάμε τη μάνα μας στα μάτια».
Στην πορεία της φοίτησης μου άρχισα να διαπιστώνω από διάφορες τοποθετήσεις καθηγητών – αλλά και ψυχολόγων γενικότερα- πόσο αντιθετικές είναι οι απόψεις πάνω στον συγκεκριμένο ψυχολόγο μέχρι που γνώρισα έναν συμφοιτητή μου, που είχε «ερωτευτεί» την ψυχανάλυση και αυτοαποκαλούταν ως «φροϋδικός», ο οποίος σε διάφορες συζητήσεις ερχόταν σε αντιπαράθεση με άλλους συμφοιτητές «νεοφροϋδιστές». Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συμβαίνει μόνο με τον Φρόυντ και δεν συμβαίνει μόνο στην ψυχολογία. Αυτού του είδους οι αντιπαραθέσεις ενδεχομένως να είναι και η μαγεία της επιστήμης είτε μιλάμε για φυσική είτε μιλάμε για ανθρωπολογία καθώς και για το οτιδήποτε (το οποίο έχει επιστημολογικό περιεχόμενο).
Είναι πολύ ενδιαφέρον και ευπρόσδεκτο για έναν οικονομολόγο, παραδείγματος χάρη, να συνομιλεί με συναδέλφους οι οποίοι είτε συμφωνούν με το θεώρημα του είτε διαφωνούν με αυτό και προσπαθούν να το καταρρίψουν, διότι αυτή είναι η διαδικασία με την οποία προχωρά και η επιστήμη και η κοινωνία ολόκληρη.
Πολλές φορές οι άνθρωποι, πάνω στη δίψα τους για να μάθουν κάτι περισσότερο σε έναν τομέα που τους αρέσει, καταλήγουν να λαμβάνουν πληροφορίες τις οποίες δεν μπορούν (ή δεν θέλουν/ενδιαφέρονται κιόλας) ουσιαστικά να τις εξακριβώσουν -ούτε από άποψη πηγών ούτε από πλευρά εγκυρότητας – και καταλήγουν σε διαστρεβλωμένες αντιλήψεις ή έννοιες οι οποίες στο τέλος καταφθάνουν στο ευρύ κοινό ως το «θέσφατο» της εκάστοτε επιστήμης χωρίς όμως να υπάρχει η πραγματική δυνατότητα και ικανότητα για να μπορεί να τεκμηριωθεί ή να καταρριφθεί εφόσον ο δέκτης, πολλές φορές, δεν έχει τα απαραίτητα θεμέλια για να μπορέσει να κτίσει, να ανοικοδομήσει ή να γκρεμίσει τελείως μία θεωρία.
Άμα το σκεφτούμε βέβαια λίγο καλύτερα, ένα τέτοιο φαινόμενο δεν αφορά μόνο τον Φρόυντ αλλά τους πάντες. Ενώ είναι πάρα πολύ όμορφο και ωφέλιμο για μία κοινωνία να επιθυμεί να εξελιχθεί και να έρχεται κοντά σε επιστήμες, είναι αρκετά χρήσιμο και απαραίτητο, επιπλέον να διαμορφώνεται το έδαφος για να δημιουργηθεί για τον κάθε έναν το υπόβαθρο ώστε να μπορεί να επιχειρηματολογήσει πάνω σε ένα ζήτημα επιστημολογικού – ή και όχι – τομέα κι ακόμη να έχει τη δυνατότητα να αναιρέσει με βάσιμα επιχειρήματα ένα θεώρημα, όχι λόγω εμπάθειας προς συγκεκριμένο πρόσωπο ή για μία ανούσια επίδειξη ανωτερότητας ή γνώσης.
Τέτοια ζητήματα δεν απασχολούν μόνο τον Φρόυντ, μόνο την ψυχολογία αλλά από την διασταύρωση έγκυρων και έγκριτων επιστημονικών πηγών για θέματα που ταλανίζουν την σημερινή κοινωνία, την αξιοπιστία στην πραγματική, την έγκυρη και την έγκριτη ενημέρωση, την εξακρίβωση για ιστορικά ζητήματα αλλά και για την ανθρώπινη επικοινωνία με μια υγιή ανταλλαγή απόψεων χωρίς στοιχεία «ανθρωποφαγίας».
Σκοπός δεν είναι πάντα να επικρατήσει μία πλευρά, ούτε να αποδοθεί ταμπέλα σε ένα άτομο -ως που να βρεθεί το επόμενο-μα να βρεθεί μέσω διαλόγου μία λύση σε ένα ζήτημα ή να επανεξεταστεί ένα παλαιότερο που δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Διότι διαφορετικές απόψεις πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, το ζήτημα είναι ο λόγος που αναφέρονται και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται και τι αποτέλεσμα θα φέρουν. Μία διαφωνία μπορεί να προκαλέσει χάος, μπορεί όμως να προκαλέσει και ένα καλύτερο μέλλον.
Υ.Γ(με μικρή δόση χιούμορ και απλής πραγματικότητας): Όσον αφορά τον Φρόυντ δεν δηλώνω ούτε πολέμιος, ούτε υποστηρικτής του. Απλά συνάδελφος.
Πηγές :